μελόδραμα

μελόδραμα
Βλ. λ. όπερα.
* * *
το
1. δραματικό έργο με συνδυασμό σκηνικής δράσης καθώς και φωνητικής και ενόργανης μουσικής
2. το σύνολο τής σχετικής παραγωγής ενός έθνους («το ιταλικό μελόδραμα»)
3. θίασος ο οποίος παρουσιάζει αποκλειστικώς μελοδράματα
4. το κτήριο που είναι προορισμένο για παραστάσεις μελοδραμάτων
5. (στο δυτικό θέατρο) αισθηματικό δράμα με απίθανη πλοκή και με κυρίαρχο θέμα τα δεινά που υφίστανται οι ενάρετοι στα χέρια τών κακών, το οποίο όμως έχει αίσια κατάληξη, αφού στο τέλος η αρετή θριαμβεύει
6. μτφ. δραματική κατάσταση με στοιχεία υπερβολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. melodrame (< μέλος + δράμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μελόδραμα — το, ατος 1. μουσικό δράμα, η όπερα. 2. το σύνολο παραγωγής μουσικών δραμάτων. 3. ο θίασος που παρουσιάζει μελοδράματα. 4. το θέατρο όπου ανεβάζεται το μελόδραμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βάγκνερ, Ρίχαρντ — (Richard Wagner, Λειψία 1813 – Βενετία 1883). Γερμανός συνθέτης. Νιώθοντας ιδιαίτερη έλξη για τις ανθρωπιστικές μελέτες που ήταν σε άνθηση στη Δρέσδη και στη Λειψία, ο Β. δεν αποκάλυψε πρόωρα μουσικά ενδιαφέροντα. Το 1831, φοιτητής με ξεχωριστή… …   Dictionary of Greek

  • Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Καρλ Μαρία Φρίντριχ φον- — (Karl Maria Friedrich von Weber, Όιτιν, Όλντεμπουργκ 1786 – Λονδίνο 1826). Γερμανός συνθέτης. Τα πρώτα στοιχεία μουσικής τα διδάχτηκε από τον πατέρα του Φρανς Άντον (θείο της γυναίκας του Μότσαρτ, Κωνσταντίας Βέμπερ), πρώην αξιωματικό, που… …   Dictionary of Greek

  • Γκουνό, Σαρλ — (Charles Gounod, Παρίσι 1818 – 1893).Γάλλος συνθέτης. Αφού συμπλήρωσε τις κλασικές σπουδές του, γράφτηκε στο Ωδείο του Παρισιού, όπου το 1839, με την καντάτα του Fernande,κατέκτησε το Prix de Rome (βραβείο της Ρώμης), μία κρατική υποτροφία που… …   Dictionary of Greek

  • Χέντελ, Γκέοργκ Φρίντριχ — (Hδndel, Χάλε επί του Ζάαλε 1685 – Λονδίνο 1759). Γερμανός συνθέτης. Σύγχρονος του Μπαχ, αλλά αναθρεμμένος μέσα σε μια οικογένεια χωρίς μουσικά ενδιαφέροντα και μάλιστα εχθρική προς τη μουσική, ο X. θεωρείται συχνά ως ο μουσικός που συμπληρώνει… …   Dictionary of Greek

  • Γκλίνκα, Μιχαήλ Ιβάνοβιτς — (Mikhail Ivanovich Glinka, 1867 – 1927).Ρώσος μουσικοσυνθέτης. Ερασιτέχνης μουσικός στα πρώτα νεανικά του χρόνια (τραγουδιστής, βιολιστής, πιανίστας και συνθέτης), συμπλήρωσε τη μουσική του κατάρτιση με τη μελέτη της αντίστιξης και με ένα ταξίδι… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”